Ο ανιχνευτής
Περπατάς. Περπατάς γρήγορα, χαρούμενα και σφυράς. Το στήθος σου φουσκώνει από αδρεναλίνη και ευφορία, τα λίπη τής κοιλιάς σου χορεύουν ευτυχισμένα. Ξαφνικά πήρες ύψος εκεί στα 15-16, μου ‘ριχνες δυο κεφάλια πλέον, γυμνάστηκες και φόρεσες μύες, αλλά η κοιλιά εκεί, περήφανη.
Ανεβάζεις ταχύτητα πάνω στο καταπράσινο γρασίδι, δεξί-αριστερό-δεξί-αριστερό, πατάς το αριστερό με δύναμη και πηδάς με σηκωμένη τη δεξιά γροθιά. Ρίχνεις το χέρι προς τα πίσω σαν σε ύπτιο, το κεφάλι ακολουθεί. Οριζοντιώνεσαι σε ύψος ενός μέτρου, σκας κάτω με την πλάτη και γελάς.
Σκυμμένος τρέχεις τώρα με το κεφάλι στο ύψος τού αφαλού, σαν κριός που ορμά στη στερνή του πόρτα, “κόψε λίγο, την τρέλα μου μέσα!” αλλά εσύ επιταχύνεις, τα χέρια πηγαινοέρχονται με ταχύτητα που δεν την πιάνει πια η κάμερα παρά μόνο η κοιλιά σου φαίνεται με αόριστες γραμμές ολόγυρα σαν φτερά σπηνταρισμένου εντόμου, πλησιάζεις ολοένα προς την άκρη τού γρασιδιού για να δεις τι σε περιμένει εκεί, να το δεις και να μας πεις, τι σε περιμένει, τι μας περιμένει. Εκεί.
Σε βρήκαν εκεί.
Κάποτε θα σού ‘ρθω. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Όλοι θα σού ‘ρθουμε. Φρόντισε να έχεις βρει μπάλα μέχρι τότε, δερμάτινη αυτήν τη φορά. Διάλεξε όποιον θέλεις για τέρμα, να μην έχεις και δικαιολογίες. Θα σε διασύρω ξανά, όπως παλιά.